- καλοφαγία
- η (Μ καλοφαγία)το να τρώει κάποιος καλά, άφθονα και εκλεκτά φαγητά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ- πρβλ. ἔ-φαγ-ον τού ἐσθίω), πρβλ. ολιγο-φαγία, πολυ-φαγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοφαγία — η το να τρώει κανείς πολλά και καλά: Του αρέσει η καλοφαγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek